εξώπροικος

εξώπροικος
-η, -ο
1. που είναι έξω από την προίκα, που δεν περιλαβαίνεται στην προίκα: Εξώπροικη περιουσία.
2.το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξώπροικα ατομική περιουσία της γυναίκας, που δεν έχει δοθεί ως προίκα στο σύζυγο, τα εξωπροίκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξώπροικος — η, ο (Μ ἐξώπροικος, ον) (για περιουσιακά στοιχεία) 1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα 2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα) περιουσιακά στοιχεία τής συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα …   Dictionary of Greek

  • εξώπροικα — τα βλ. εξώπροικος …   Dictionary of Greek

  • εξωπροίκια — τα τα εξώπροικα (βλ. εξώπροικος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”